φρυάζω

φρυάζω
φρύαξα
1. αμτβ. (για άλογα), φριμάζω (βλ. λ.).
2. (για ανθρώπους), λυσσώ από οργή, με πιάνει έξαλλη οργή, κοχλάζει ο θυμός μου: Φρύαξε απ' το κακό του, σαν τ' άκουσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρυάζω — Ν βλ. φρυάσσω …   Dictionary of Greek

  • φρυάσσω — και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν (μσν. αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω νεοελλ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”