- φρυάζω
- φρύαξα1. αμτβ. (για άλογα), φριμάζω (βλ. λ.).2. (για ανθρώπους), λυσσώ από οργή, με πιάνει έξαλλη οργή, κοχλάζει ο θυμός μου: Φρύαξε απ' το κακό του, σαν τ' άκουσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.